Και οι 7 ήταν υπέροχοι, του Γιάννη Ρεμούνδου
Ο Γιάννης Ρεμούνδος είναι ένας έμπειρος και καταξιωμένος συγγραφέας με πλούσιο έργο. Γράφει βιβλία για παιδιά αλλά και για μεγάλους. Έχει στο ενεργητικό του εννιά μυθιστορήματα για ενήλικους και δεκαεπτά παιδικά, μαζί με αυτό που παρουσιάζουμε εδώ.
Κάθε φορά εφευρίσκει ένα διαφορετικό θέμα για να συναρπάσει τους παιδικούς αναγνώστες του. Πλέκει έντεχνα τον ιστό της υπόθεσης, στήνει τα πρόσωπα του έργου, όπου πρωταγωνιστεί μια παρέα παιδιών, διαφορετικών σε κάθε βιβλίο, με αγόρια και κορίτσια.
Στο βιβλίο αυτό την αφορμή για την πλοκή δίνει ένας αγώνας μπάσκετ (σε παλαιότερες εποχές αυτός θα ήταν ποδοσφαίρου) ανάμεσα στον Δαυίδ και τον Γολιάθ: μια καλοδεμένης ομάδα από Γαλλάκια, που παραθερίζουν στη Σαντορίνη, εναντίον μιας ασύνδετης ομάδας από Ελληνάκια, που τέλειωναν το δημοτικό σχολείο. Πρωταγωνιστής ο Ντίνος Γιαχνής, ο οποίος είχε εκδιωχθεί από την ομάδα μπάσκετ του σχολείου του αφού ο αρχηγός της του είχε πει: “Δεν μας κάνεις, Ντίνο, δεν μας κάνεις”, φράση-μαχαιριά με την οποία αρχίζει το βιβλίο. Ο χαρακτήρας του Ντίνου, δειλός, χαμηλών τόνων, ευαίσθητος αλλά έξυπνος και ικανός (άραγε κρύβει την περσόνα του συγγραφέα;) είναι εκείνος με τον οποίο πολλά παιδιά μπορούν να ταυτιστούν.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε τις προσπάθειες που γίνονται, μετά πολλών εμποδίων, για να συσταθεί η ελληνική ομάδα που δέχτηκε την πρόκληση της γαλλικής για τον αγώνα. Παιδικά πρόσωπα με διαφορετικούς χαρακτήρες και ενδιαφέροντα ενώνουν στο τέλος τις δυνάμεις τους για τον κοινό σκοπό: τη νίκη, παρά τις αντίξοες συνθήκες.
Πριν συνεχίσουμε, ας δούμε την περιγραφή του βιβλίου όπως δίνεται στο οπισθόφυλλο:
«Δεν κάνεις Ντίνο για την ομάδα, το βλέπεις και μόνος σου», είχε πει ο Βασίλης κι η Νατάσα συμπλήρωσε ειρωνικά: «Και στραβοχέρης και στραβοπόδης!». Το φυσούσε λοιπόν και δεν κρύωνε και ενώ έπρεπε να προπονηθεί καλά, βρέθηκε να κάνει διακοπές. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ζούσε μια περιπέτεια με φόντο το ελληνικό καλοκαίρι των νησιών κι ότι θα συναντούσε κάποια που για χάρη της θα μπορούσε να αναποδογυρίσει τον κόσμο. Κι ούτε βέβαια μπορούσε να φανταστεί ότι θα έφτανε αυτός ο Ντίνος Γιαχνής, ο «στραβοχέρης και στραβοπόδης», να σημαδεύει την αντίπαλη μπασκέτα με μισόκλειστα από τον ιδρώτα βλέφαρα. Ήταν το τελευταίο τρίποντο του αγώνα. Αν το έβαζε νικούσαν. Αν δεν το έβαζε έχαναν… Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ζούσε μια τέτοια απίστευτη περιπέτεια για αγόρια που θα τη λάτρευαν τα κορίτσια.»
Το βιβλίο είναι γραμμένο με άφθονο χιούμορ που σε ορισμένες σκηνές φτάνει σε παροξυσμό, όπως όταν περιγράφονται σουρεαλιστικές καταστάσεις όπου γίνεται πανζουρλισμός.
Από το βιβλίο δεν μπορεί να λείπει το αθώο ερωτικό σκίρτημα, όπως όλοι μας το νιώσαμε στα παιδικάτα μας, δοσμένο με διακριτικότητα και ευαισθησία, όπου η μόνη περιγραφή του κοριτσιού ήταν πως είχε “τα μάτια της σκουριάς”.
Οι αναφορές στην οικονομική κρίση που βιώνουμε είναι αναπόφευκτη: «… στην διαδρομή ο Τίμος περιέγραφε με τα μελανότερα χρώματα τα οικονομικά χάλια της οικογένειας του Θανάση· ένα σωρό μικρότερα αδέλφια, ο πατέρας δίχως δουλειά, τά ‘φερναν βόλτα δύσκολα με ό, τι κέρδιζε η μάνα του ως κομμώτρια. Αλλά τι να σου κάνει κι αυτή, δύο χέρια είχε. Πώς να θρέψει τόσα στόματα;»
Ο συγγραφέας μυεί τα παιδιά “εξ απαλών ονύχων” στον θαυμάσιο κόσμο της έντεχνης ελληνικής μουσικής αναφέροντας έξοχα τραγούδια όπως το “Φεγγάρι μάγια μού ‘κανες” και το “Μαργαρίτα Μαγιοπούλα” τα οποία αντιδιαστέλει με το “θα τα κάψω τα ρημάδια τα λεφτά μου”.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της γραφής του Ρεμούνδου είναι ο ποιητικός λόγος που χρησιμοποιεί στα βιβλία του όταν απευθύνεται σε ενήλικες για να περιγράψει τοπία και αισθήματα και καταστάσεις. Δεν διστάζει όμως να τον χρησιμοποιήσει επιλεκτικά και στα παιδικά του βιβλία, πράγμα που τον διαφοροποιεί από άλλους συγγραφείς παιδικών έργων. Παράδειγμα: «Ναρκοθετήθηκε η νύχτα, αντανακλούσε το σεληνόφως τις φωνές τους, απορούσε η πανσέληνος, μύριζε το θυμάρι και το λιβάνι, ξύπνησαν τα αρχαία φαντάσματα, μπαρμπάδες και παππούδες, ο Όμηρος, ο Σοφοκλής, ο Μακρυγιάννης, άνοιξαν τα δικά τους φτερά, κίνησαν να συναντήσουν τον Ίκαρο και τον Δαίδαλο». Κι ακόμη, πρωτοφανές για παιδικό βιβλίο, ενσωματώνει στο έργο το περίφημο χορικό από την Αντιγόνη του Σοφοκλή, το “Έρωτ’ ανήκατε μάχαν” σε μετάφραση φυσικά.
Τα μηνύματα που δίνει στα παιδιά ο συγγραφέας, δίχως να φαίνεται ότι επιδιώκει να το κάνει, είναι πολλαπλά:
- η αποτελεσματικότητα του ομαδικού πνεύματος,
- η αξία της φιλίας,
- η δυνατότητα επικράτησης του αδύναμου προς τον ισχυρότερο όταν υπάρχει θέληση,
- η ισότητα μεταξύ των δύο φύλων (η Αντιγόνη έπαιξε με την ελληνική ομάδα),
- η τιμιότητα (ο αρχηγός της νικήτριας ομάδας ζητεί παράταση κατά ενάμισι λεπτό λόγω βλάβης του χρονομέτρου),
- η αξία της αυτοκριτικής (“εμείς οι Έλληνες όλα την τελευταία στιγμή τα κάνουμε“),
- πολλά άλλα που θα ανακαλύψει μόνος του ο αναγνώστης.
Την εικονογράφηση έχει επιμεληθεί η Ρένια Μεταλληνού.
Το βιβλίο, συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου, είναι το ιδανικό δώρο σε προσιτή τιμή για ένα παιδί άνω των 11 ετών.
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2015, σειρά Ξινόμηλο (11+ετών) με 272 σελίδες.