Οικογενειακή ευτυχία, του Λέων Τολστοϊ
Λοιπόν, ας το παραδεχτούμε. Τους μεγάλους κλασικούς συγγραφείς τους φοβόμαστε λίγο. Κάπου στο υποσυνείδητό μας τους θεωρούμε ιερά τέρατα που γράφουν βαθυστόχαστα κείμενα, δυσκολοκατανόητα και κουραστικά. Άσε πια το μέγεθός τους• δίτομα ή πολύτομα: Πόλεμος και ειρήνη, Άννα Καρένινα, Ανάσταση, Άθλιοι κλπ.
Η πραγματικότητα, βέβαια είναι η αντίστροφη: εύκολα κατανοητοί, γλαφυροί, σε αρπάζουν από το μανίκι από την πρώτη σελίδα και σε ταξιδεύουν μέχρι την τελευταία. Στο μεταξύ σε γεμίζουν με υπέροχες εικόνες, πρωτότυπες σκέψεις, πλούσια αισθήματα, νέες παραστάσεις, πολύτιμες γνώσεις, αναλύσεις κοινωνικών θεμάτων. Όσο για το μέγεθος των έργων τους; Μα και τα σύγχρονα μυθιστορήματα έχουν πολλές εκατοντάδες σελίδες, που συχνά πλησιάζουν ή υπερβαίνουν τις χίλιες.
Με έκπληξη λοιπόν έπιασα στα χέρια μου ένα βιβλίο μικρού σχήματος, μόλις 131 σελίδων, με τίτλο Οικογενειακή ευτυχία του Λέοντος Τολστόη, των εκδόσεων Γκοβόστη με τιμή 5 ευρώ.
Είναι μια νουβέλα του μεγάλου συγγραφέα, μεταφρασμένη σε στρωτά ελληνικά από την Κοραλία Μακρή, κατ’ ευθείαν από τα ρωσικά. Μια δεκαεφτάχρονη χωριατοπούλα, στην προεπαναστατική Ρωσία, ερωτεύεται και παντρεύεται τον τριανταπεντάχρονο κτηματία, φίλο του πρόσφατα πεθαμένου πατέρα της, ο οποίος ανέλαβε την φροντίδα και των δικών της κτημάτων.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας, με καταπληκτική μαεστρία, μας βάζει στο κλίμα και στο πνεύμα του έργου. Περιγράφει την ρωσική ύπαιθρο σαν ζωγράφος με μικρές πινελιές, τις σχέσεις των ανθρώπων αλλά κυρίως τα αισθήματα και τις σκέψεις της μικρής πρωταγωνίστριας που αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια και αισθαντικότητα την ιστορία της σχέσης της με το μελλοντικό της σύζυγο. Δεν λείπουν και οι κοινωνικές ανισότητες που οδήγησαν, λίγα χρόνια αργότερα, στην επανάσταση των μπολσεβίκων, το 1917. Δύο μικρά δείγματα:
• (σελ. 50) “Κάποτε άκουσα τον επιστάτη να λέει στην Κάτια πως ο μουζίκος Σιεμιόν του ζήτησε μια σανίδα για να κάνει το φέρετρο της κόρης του κι ένα ρούβλι για τα έξοδα της κηδείας και του τα έδωσε. -Είναι τάχα τόσο φτωχοί; ρώτησα. -Πάμφτωχοι, κυρία. Ώ, αν ξέρατε!…”
• (σελ. 63) “Ήσυχη και απομονωμένη ζωή στο χωριό μας με την δυνατότητα να κάνει κανείς καλό στους ανθρώπους που είναι τόσο εύκολο να ευεργετήσεις, και που είναι τόσο ασυνήθιστο γι’ αυτούς”.”
Η προστατευτική συμπεριφορά του “ηλικιωμένου” συζύγου προς τη νεαρή συμβία του, όπως περιγράφεται από την ίδια “Ναι, βέβαια, είμαι το χαριτωμένο μωρό, που πρέπει να το καθησυχάζουν αδιάκοπα….πως ήμουν πάλι ένα παιδί που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα”, θυμίζει την ιψενική Νόρα, από το ομώνυμο θεατρικό έργο με υπότιτλο Το σπίτι της κούκλας, όπου και οι δυο γυναίκες δυσανασχετούσαν από την συζυγική υπερπροστασία και τελικά η κάθε μια αντέδρασε με τον δικό της τρόπο. Ίσως εδώ δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι ο ίδιος ο Τολστόη ήταν δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος από την γυναίκα του.
Κι ενώ το πρώτο μέρος του βιβλίου κυλάει μέσα σε ένα ροζ σύννεφο, το δεύτερο μας επιφυλάσσει μια καταιγίδα. Η προσωρινή μετεγκατάσταση του ζεύγους στην Πετρούπολη παρασέρνει την νεαρή σύζυγο στην πρωτόγνωρη, για αυτήν, δίνη της χλιδής και των κοσμικών σαλονιών που δυναμιτίζει την σχέση του ζευγαριού. Επιστρέφοντας στο χωριό τους και ύστερα από μια επεισοδιακή ανοιχτή συζήτηση μεταξύ τους, που θυμίζει “Σκηνές από ένα γάμο” του Μπέργκμαν, ξαναβρίσκουν τις ισορροπίες τους.
Όπως συμβαίνει με όλα τα κλασικά έργα, οι αναγνώστες (στην προκειμένη περίπτωση, κυρίως οι αναγνώστριες) θα αναγνωρίσουν στον εαυτό τους κομμάτια που τους αφορούν, σαν να έχουν γραφεί ειδικά για αυτούς.
Είναι το βιβλίο αυτό ένα μελό που μπορεί να ενταχθεί στην “γυναικεία λογοτεχνία” που ανθεί τα τελευταία χρόνια; Μοιάζει αλλά δεν είναι. Είναι ένα ψυχογράφημα που ανατέμνει την γυναίκεια, κυρίως, ψυχή. Γράφτηκε πριν από ένα αιώνα αλλά παραμένει επίκαιρο, αφού η ανθρώπινη φύση και οι σχέσεις ανάμεσα σε ένα ζευγάρι παραμένουν διαχρονικά οι ίδιες.