3 μυθιστορήματα για την Κρήτη

Συντάκτης: Κατερίνα Σπαθαράκη

Η Κρήτη σε όλη την ιστορία του νεοελληνικού κράτους διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εικόνας και της ταυτότητάς του, εξαιτίας της ιστορίας και του ενεργού της ρόλου στην άμυνά του. 

Παράλληλα, το ανυπότακτο νησί διέγειρε τη φαντασία του λαού αλλά και των επώνυμων καλλιτεχνών, αφού είναι μία περιοχή με ιστορικό παρελθόν, λαϊκές αφηγήσεις και θρύλους (όπως το μέχρι σήμερα ανεξήγητο φαινόμενο των Δροσουλίτων), προφορική παράδοση, και ιδιόμορφα ήθη και έθιμα, με κορυφαίο αυτό της βεντέτας. Έτσι, είναι λογικό που εξέθρεψε και συνεχίζει να εκτρέφει εκτός από τη φαντασία των λαϊκών καλλιτεχνών, και των λόγιων, με αποτέλεσμα να έχουν γραφτεί αρκετά μυθιστορήματα για αυτήν. 

Τα μυθιστορήματα αυτά μπολιάζουν ιστορικά, ανθρωπολογικά και κοινωνικά στοιχεία για το νησί με τη δημιουργική φαντασία, την υποκειμενική πρόσληψη και τις λογοτεχνικές επιδιώξεις του εκάστοτε συγγραφέα. Για αυτό, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθούν από τον αναγνώστη ως αυθεντίες για την ιστορία και τον τρόπο ζωής των κατοίκων του νησιού. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον για τους φίλους του νησιού να το προσεγγίσουν μέσα από τα φίλτρα μιας ευαισθητοποιημένης συνείδησης, και κατόπιν να κάνουν την προσωπική τους έρευνα και να συγχρωτιστούν με τους κατοίκους του για να διαπιστώσουν μόνοι τους ποια εικόνα θα σχηματίσουν για αυτό.

Μερικά από αυτά τα βιβλία θα μπορούσαν να είναι:

3 μυθιστορήματα για την Κρήτη

 1. Καπετάν Μιχάλης, Νίκος Καζαντζάκης: Το έργο γράφτηκε περίπου 70 χρόνια πριν (το 1949- 1950) και έκτοτε είχε μεγάλη επιτυχία στον ελλαδικό και όχι μόνο χώρο, καθώς θεωρήθηκε ότι ήταν ένας ύμνος προς την ελευθερία και το αγωνιστικό πνεύμα. Το έργο διαδραματίζεται στο Ηράκλειο και τα γεγονότα που αναφέρονται  τοποθετούνται κατά τον ξεσηκωμό της Κρήτης το 1889. 

Κεντρικός ήρωας είναι ο καπετάν Μιχάλης, ο πατέρας του Καζαντζάκη, ένας άγριος και ανυπότακτος πολεμιστής, που έχει ορκιστεί να είναι μαυροντυμένος, αξύριστος και σκυθρωπός μέχρι να ελευθερωθεί η Κρήτη. Ο Καζαντζάκης δίνει έμφαση στην απροθυμία της Δύσης να συνδράμει τους Κρητικούς για να μη διαταράξει το status quo της περιοχής, καθώς και στην αδυναμία της μητέρας Ελλάδας να το πράξει. Αυτή τους η αντίδραση, οδηγεί ορισμένους Κρητικούς, μεταξύ αυτών και τον μυθιστορηματικό καπετάν Μιχάλη, να εκφράσουν την έλλειψη εμπιστοσύνης τους προς αυτές, καθώς και να υποστηρίξουν ότι πρέπει να βασιστούν στη δικιά τους γενναιότητα για να επέλθει η ένωση. Αυτό είναι το μαρτύριο του λαού που αναπαραγάγει ο Καζαντζάκης στο μυθιστόρημά του. Παρόλα αυτά, ίσως σήμερα ξενίζει ή και απωθεί τον σύγχρονο αναγνώστη η σκληρότητά του Μιχάλη απέναντι στην Τουρκάλα Εμινέ, η εσωστρεφής και περίκλειστη κρητική κοινωνία, η απόρριψη των γραμμάτων και του πολυπολιτισμικού, και η εξύψωση του εγωισμού σε βάρος της συμπόνιας. Ωστόσο, πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας πως ο Καζαντζάκης δεν αντιλαμβανόταν το καλό με ηθικούς όρους. Αντίθετα, αυτό που στα αλήθεια τον έλκυε στην κρητική κοινωνία είναι η υπεράνθρωπη προσήλωση του ανθρώπου σε έναν σκοπό, η οποία τον  εμψυχώνει να κάνει τη ζωή του ποιοτικά, και όχι ποσοτικά αθάνατη. Παρόμοια άποψη για τον Καπετάν Μιχάλη είχε εκφράσει και ο Beaton (1996, 315): «Αυτό που προβάλλεται τελικά στον Καπετάν Μιχάλη δεν είναι τόσο ο αγώνας των επαναστατημένων Κρητικών, όπου ο ήρωας δίνει τη ζωή του στο τέλος, όσο η απόλυτη αφοσίωση σε οποιοδήποτε ιδανικό, αρκεί να εμπνέει στους ανθρώπους τον ηρωισμό και την αυτοθυσία, πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα.»

3 μυθιστορήματα για την Κρήτη

2. Αθώοι και Φταίχτες, Μάρω Δούκα: Η Μάρω Δούκα είναι αρκετά μεταγενέστερη από τον Καζαντζάκη, ενώ οι Αθώοι και Φταίχτες εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 2004. Αυτό που κάνει το συγκεκριμένο έργο ξεχωριστό είναι η απόφαση της Δούκα να κάνει πρωταγωνιστή της έναν Τουρκοκρητικό. Πρόκειται για τον Αρίφ, απόγονος τρίτης γενιάς μουσουλμάνων Κρητικών, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί στο οποίο έζησαν και αγάπησαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών. 

Ο Αρίφ επισκέπτεται την Κρήτη για να ανακαλύψει την πατρίδα που είχε στοιχειώσει τα όνειρα του πατέρα και του παππού του, και που η εξοικείωση με την οποία είναι απαραίτητη για την κατασκευή της δικής του ταυτότητας. Το βιβλίο κινείται σε δύο επίπεδα, στο παρόν και το παρελθόν και δομείται με βάση τους φόνους δύο γυναικών: της Αϊσέ τo 1926 και της Όλιας Γκραμόβα- Ντοστογιέφσκι το 2002, μιας Ουκρανής μετανάστριας που πέφτει θύμα του human trafficking στα Χανιά. 

Η Δούκα επιλέγει να εξιστορήσει στο κείμενό της μία από τις πιο ένδοξες σελίδες της κρητικής ιστορίας από την πλευρά ενός Τουρκοκρητικού, ο οποίος στην ελληνική συνείδηση αντιπροσωπεύει τον Άλλο, τον εθνικό εχθρό. Και δεν διστάζει να αποδώσει στον Τουρκοκρητικό χαρακτηριστικά, όπως η νοσταλγία για μια χαμένη πατρίδα, τα οποία μέχρι πρόσφατα η ελληνική συνείδηση  θεωρούσε “προνόμιο” μόνο των Ελλήνων. Ωστόσο, το μυθιστόρημα είναι κάπως χαοτικό, αφού ταυτόχρονα θέτει και ποικίλα ζητήματα που αφορούν στο παρόν της πόλης των Χανιών, τα οποία όμως είναι αδύνατον να αναλυθούν όλα στο ίδιος βάθος. Επιπλέον, η Δούκα στην προσπάθειά της να μην αδικήσει τους Τουρκοκρητικούς κάποιες φορές μεροληπτεί υπέρ τους, όπως όταν, στην προσπάθειά της να μην τους παρουσιάσει ως βίαιους συζύγους, αποδίδει αυτά τα χαρακτηριστικά στους χριστιανούς Κρητικούς.

 3. Κρήτη μουΑλτίνσαϊ Σάμπα: Το τελευταίο βιβλίο της λίστας γράφτηκε το 2008 από μία Τουρκάλα συγγραφέα, την Αλτίνσαϊ Σαμπά, η οποία είναι απόγονος Τουρκοκρητικών. Στο μυθιστόρημά της αφηγείται την ιστορία του παππού της, του Ιμπραήμ Γιαμαρκαμάκη, μουσουλμάνου των Χανίων, ο οποίος υποχρεώθηκε μαζί με την οικογένειά του να εγκαταλείψει την Κρήτη στη διάρκεια της ανταλλαγής πληθυσμών του 1924. 

Η αφήγηση εκτυλίσσεται στα Χανιά, στα οποία προσδίδονται ένας λυρικός τόνος, καθώς οι μουσουλμάνοι Κρητικοί είναι ιδιαίτερα δεμένοι με τον τόπο τους, παρότι εθνικά θεωρούνται Τούρκοι. Αμέσως καθίσταται αντιληπτό στον αναγνώστη ότι ο Ιμπραήμ έχει κρητική ταυτότητα: ομιλεί την κρητική ντοπιολαλιά, η μόνη πατρίδα που έχει γνωρίσει είναι τα Χανιά και έχει διαμορφωθεί ως προσωπικότητα στο πολιτισμικό περιβάλλον της πόλης αυτής. Η Κρήτη είναι πρωταρχική στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του, περισσότερο και από το έθνος στο οποίο ανήκει, καθώς μιλάει για αυτή παρομοιάζοντάς την με τον έρωτα που νιώθει για τη γυναίκα του: «Χανιά! Η πιο μεγάλη γόησσα από τις πόλεις της Κρήτης! […] Χανιά! Η ομορφιά της Κρήτης! […] ] Πώς λοιπόν ταίριαζε αυτή η Τζεμιλέ στα μάτια του Ιμπραήμ με την Κρήτη, […] πώς γινόταν και ταίριαζε με τα μυτερά βουνά, τα βράχια και τις θάλασσές τις, με τους τρελούς και τσουχτερούς ανέμους της, αυτή την Κρήτη που σαν το ήθελε σε πέθαινε και πάλι αν ήθελε πέθαινε για σένα;» (σ. 13- 14). Έτσι, ο αναγνώστης και σε αυτό το έργο διαπιστώνει ότι ο πόνος του ξεριζωμού και της προσφυγιάς δεν έχει σύνορα, και μάλιστα στην περίπτωση της Κρήτης, οι κάτοικοι της οποίας αρνούνταν, παρά τις ιστορικές συγκυρίες, να ορίσουν εαυτόν εκτός του νησιού, βαραίνει ακόμα και την τρίτη γενιά προσφύγων. Επίσης, η αφηγήτρια, η οπτική της οποίας είναι εντυπωσιακά αντικειμενική και απαγκιστρωμένη από το έθνος, φροντίζει να τονίσει τα κοινά χαρακτηριστικά που μοιράζονται οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι Κρητικοί, χρησιμοποιώντας γενικεύσεις που αναφέρονται γενικά στο ήθος και την ιδιοσυγκρασία όλων των Κρητικών.

Συντάκτης: Κατερίνα Σπαθαράκη,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.