«Δε θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό»

Συντάκτης: Φιλαρέτη Χρηστίδη

Δέκα χρόνια μετά το ασπρόμαυρο Tungsten, η νέα ταινία του σκηνοθέτη Γιώργου Γεωργόπουλου, με τον ασυνήθιστα μεγάλο τίτλο «Δε θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό», με σενάριο που παρουσιάζει έναν κόσμο δυστοπικής φαντασίας, καταλήγει άθελά της να είναι εν μέρει ανατριχιαστικά προφητική, ενσαρκώνοντας την τωρινή πραγματικότητα του κορονοϊού, αυτή που ο θεατής προκειμένου να παρευρεθεί στην προβολή οποιασδήποτε ταινίας καλύπτει το πρόσωπό του με ένα γαλάζιο παραλληλόγραμμο, τη χειρουργική μάσκα.

«Δε θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό»

Αν λοιπόν και το σενάριο γράφτηκε το 2019 όπου οι έννοιες της πανδημίας και του κορονοϊού ήταν έννοιες άγνωστες στο λεξικό του σύγχρονου ανθρώπου, η καθημερινή μισητή ανακοίνωση των κρουσμάτων στις τηλεοράσεις, έως και η λήψη υγρού από τη μύτη, είναι συμβάντα πλέον συμπωματικά απολύτως οικεία στον θεατή. Οι μόνες διαφορές στα δύο σύμπαντα; Εκεί ο ιός της πανδημίας είναι μόνο σεξουαλικά μεταδιδόμενος και θανατηφόρος μόνο για γυναίκες, καθιστώντας τους άντρες απλώς φορείς του μικροβίου.

Τώρα, όσον αφορά στη δεύτερη διαφορά του κινηματογραφικού σύμπαντος με το πραγματικό, δηλαδή την απεικόνιση της Αθήνας ως ένα γκρίζο απρόσωπο περιβάλλον, αρχιτεκτονικά και τεχνολογικά προηγμένο, με κατοίκους των οποίων το επίκεντρο είναι η μηχανική επαναληπτική ρουτίνα της αδιάκοπης εργασίας και παντοτινός έρωτας είναι τα χρήματα και η αίσθηση εξουσίας -με εμφανές παράδειγμα τον πρωταγωνιστή και στέλεχος μεγάλη εταιρείας Άρη-,θα έλεγε κανείς είναι γεγονός αμφισβητήσιμο αν πρόκειται για μία διαφορά και παράλληλα ένα πιθανό φανταστικό μέλλον ή μία ομοιότητα που αποτελεί πλέον μία ρεαλιστική πραγματικότητα.

«Δε θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό»

Εκπρόσωπος του ρομποτικού τρόπου ζωής που αρκείται στις υλικές και άδειες στιγμιαίες ικανοποιήσεις είναι ο 35χρονος Άρης (Όμηρος Πουλάκης), ο οποίος έχοντας μία υπερβολική αυτοπεποίθηση πως η ζωή είναι για εκείνον μια μαριονέτα που μπορεί να κατευθύνει σύμφωνα με τη βούλησή του, σταδιακά καταλαμβάνει μία θέση κύρους στο μονοπάτι της εξουσίας, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη και την αγάπη του -προσφάτως χειρουργημένου στο λάρυγγα- αφεντικού του (Βαγγέλης Μουρίκης), μετά από ατελείωτες ώρες ακρόασης της ρομποτικής φωνής του και των ερασιτεχνικών ερωτικών ποιημάτων που απαγγέλει.

Τότε, η ζωή του Άρη κάνει στροφή 180 μοίρων όταν μετά από κάποιες νοσοκομειακές εξετάσεις πληροφορείται ότι είναι φορέας ενός ιού και πιο συγκεκριμένα ενός σεξουαλικά μεταδιδόμενου νοσήματος, το οποίο αποδεικνύεται θανατηφόρο μόνο για τον γυναικείο όμως πληθυσμό. Η περιπέτεια του Άρη βέβαια δε σταματά εκεί. Καθώς σύμφωνα με τα λεγόμενα του γιατρού, ενημερώνεται πως ο οργανισμός του είναι ο μόνος φορέας του αρχικού ιού, πριν υποστεί μεταλλάξεις, καθιστώντας τον Άρη την μόνη ελπίδα προς την εύρεση ενός εμβολίου και κατ’ επέκταση την σωτηρία του γυναικείου είδους. Προκειμένου, όμως να δημιουργηθεί εμβόλιο θεωρείται απαραίτητη η εύρεση του αρχικού φορέα του ιού. Γεγονός, που μετατρέπει τον Άρη σε έναν part time εργαζόμενο ντετέκτιβ και ψυχαναλυτή εν τέλει του ίδιου του εαυτού του, αφού ξεκινά ένα «ταξίδι στο χρόνο» με προορισμό την όποια πρώην σύντροφό του που του μετέδωσε το αρχικό στέλεχος του ιού. 

«Δε θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό»

Όσο όμως ο χρόνος λιγοστεύει και τα κρούσματα και οι θάνατοι αυξάνονται, η αμήχανη επανασύνδεση του Άρη με το παρελθόν του, όπου αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως ανακυκλώσιμα προϊόντα και το συναίσθημα ως τον παντοτινό εχθρό του, γίνεται όλο και δυσκολότερη. Γιατί, έρχεται αντιμέτωπος με τις συντρόφους, όχι των τελευταίων μηνών, αλλά της τελευταίας τετραετίας και κυρίως με τις συνέπειες του εγωκεντρισμού του. Και ξαφνικά ο Άρης για πρώτη φορά στη ζωή του αναγκάζεται να προσέξει και τις ανθρώπινες σχέσεις του, πέρα από το bonsai που τον συντροφεύει και φροντίζει στοργικά στο κομοδίνο του. Μόνο που αυτή τη φορά, δε μπορεί να χειριστεί τη ζωή όπως θέλει εκείνος. Γιατί, οι πρώην σύντροφοί του ‘προς έκπληξη όλων’ προσπαθούν να δραπετεύσουν κάθε πιθανή συναναστροφή μαζί του. Εκείνος δε θέλει να γίνει δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουν για κάτι πάρα πολύ σοβαρό.

Όπως και ο πρωταγωνιστής του με τις πρώην ερωτικούς συντρόφους του, έτσι και ο σκηνοθέτης αν και δε θέλει να γίνει δυσάρεστος προσπαθεί να μιλήσει στους θεατές του για κάτι πάρα πολύ σοβαρό, τις ανθρώπινες σχέσεις με την σύγχρονη, όμως, «μετάλλαξή» τους. Αυτή τη μετάλλαξη στην οποία η εξουσία, το χρήμα και ο ανθρώπινος εγωισμός, όπως και το ατομικό συμφέρον, που ριζώνουν στο πρόσωπο του Άρη, επισκιάζουν το συναίσθημα και την ουσιαστική επικοινωνία, τα οποία συμβολικά βρίσκουν καταφύγιο στο αφεντικό του και στα ερωτικά ποιήματα που απαγγέλει με την μηχανική φωνή του.

«Δε θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό»

Βέβαια, η ταινία δεν έχει ούτε σκοπό ούτε θέληση να πάρει στα σοβαρά τον εαυτό της, ούτε να κάνει κήρυγμα στον θεατή της. Γιατί, η έλλειψη υπεροψίας της μαύρης αυτής κωμωδίας είναι που θα ωθήσει τον θεατή να γίνει ενεργός ακροατής στον καυστικό μονόλογό της. Γιατί όσο αστείος και αν είναι ο ρομποτικός Σαίξπηρ του Βαγγέλη Μουρίκη, άλλο τόσο απόδειξη της λυπηρής κατάληξης του σύγχρονου ανθρώπου είναι ο εγωκεντρικός και ταυτόχρονα μοναχικός Άρης, ο οποίος συνειδητοποιεί πως η διαφυγή από τον πόνο και τις αδικίες που προκάλεσε έχει ημερομηνία λήξης. Με την ίδια αμηχανία που ο κεντρικός ήρωας συναναστρέφεται με τις πρώην συντρόφους του, θα συναναστραφεί και ο θεατής ή αλλιώς ο μοντέρνος άνθρωπος με την κατάληξη της ζωής του. Την κατάληξη όπου ενώ έχει ανάγκη και θέληση να αγαπηθεί, θυσιάζει τις ανθρώπινες αξίες και το συναίσθημα του στο βωμό του ίδιου του εγωισμού του και των υλικών και απρόσωπων απολαύσεων. Κάτι το οποίο προσφέρει είτε ένα πολυτελές πιάτο από το ακριβότερο σούσι ή η απόλυτη εργασιακή τυραννία όπως αποδεικνύει ο πρωταγωνιστής, προκειμένου να ικανοποιήσει την ψευδαίσθηση της ύπαρξης προσωπικής ασφάλειας, όπου εκείνος είναι χειριστικός και ο κόσμος η μαριονέτα του.

Τότε είναι που ο θεατής συνειδητοποιεί πως η μεγαλύτερη πανδημία, ειδικότερα στις ανθρώπινες σχέσεις, είμαστε εμείς και οι μεταλλάξεις μας, από την ανιδιοτέλεια στον εγωισμό και στην απόλυτη έπαρση. Αυτό όμως που οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε είναι πως η αποστασιοποίηση του σύγχρονου ανθρώπου από την ίδια του την ανθρωπιά και η συγκέντρωση παρά μόνο στον εαυτό του, κάποια στιγμή θα γυρίσει μπούμερανγκ. Ίσως όχι με τη μορφή ενός σεξουαλικά μεταδιδόμενου νοσήματος, αλλά με τη μορφή του αδιέξοδου της μοναξιάς, όπως άλλωστε ζωγραφίζεται έμμεσα και στην κινηματογραφική φιγούρα του πρωταγωνιστή. Και τότε καταλαβαίνουμε πως το μόνο εμβόλιο για τον εγωκεντρισμό του σύγχρονου ανθρώπου, όπως και τον πόνο που διασπείρει, δεν είναι οι στιγμιαίες διαφυγές σε περιστασιακές σχέσεις λίγων ωρών ή οι εξωφρενικά υψηλοί μισθοί,  είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, γιατί αυτός προκάλεσε τον ιό αυτό εξαρχής.

Συντάκτης: Φιλαρέτη Χρηστίδη,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.