Συνεχίζοντας τη «Φανταστική ιστορία» (του μέρους Α’), ας δούμε την εξέλιξη της ιστορίας του Alirod και της Parvin, καθώς προσπαθούν …
Μια αλλιώτικη χριστουγεννιάτικη ιστορία -Μέρος Β
Δείτε τη συνέχεια του ΜΕΡΟΣ Α’ της χριστουγεννιάτικης ιστορίας μας.
Η φωνή δεν ήταν ούτε κοντά, ούτε μακριά. Τα σκυλιά άρχισαν να κουνούν τις ουρές τους. Τους σφύριξαν:
- Σσσστ, εδώ είναι χαϊβάνια.
- Κοντά.
- Δεν χρειάζεται να φωνάζετε. Δε είμαι μακριά!
Τινάχτηκαν λες κι ήταν δίπλα στ’ αυτί τους και είδαν κάποιον πάνω στον λόφο, που φαινόταν να στέκεται και να έρχεται ταυτόχρονα.
- Ποιος είσαι; Φώναξαν, οι φωνές τους σαν του κόρακα, βραχνές απ’ το κρύο και τη δίψα.
- Ρε ποιος ειν’ τούτος;
- Κάποιος σίγουρα πανούργος…
- Για να ‘ναι δω, μες το σκοτάδι.
- Θα τρομάξει το κοπάδι…
- Λες να πρόκειται γι’ αντάρτη;
- Μάλλον, το βλέπω για απάτη…
- Σιγά, κάντε και λίγο κράτει, σφύριξε η φωνή τώρα, τόσο κοντά, που μπορούσαν, πλέον, να δουν τον μικρό κοντούλη που γλιστρούσε απαλά στο χιόνι, λες και δεν πατούσε στη γη. Έμοιαζε με παιδί, έτσι όπως κλώτσαγε το χιόνι, πέρα δώθε, και χοροπήδαγε.
- Μην κουνηθείτε παιδιά! Έρχομαι ‘γω, είναι πιο εύκολο, τους φώναξε.
- Ρε συ, λες να ‘ναι ο Μόσα;
- Ο Μόσα; Ο Μόσα δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Τούτος είναι σα ζαρκάδι. Πας καλά;
- Ε, ποιος είναι;
- Ο Θώρος;
- Ναι, ο Θώρος που ‘χει μια κοιλιά σαν την γυναίκα σου την γκαστρωμένη.
- Τη γυναίκα μου να μην την πιάνεις στο στόμα σου!
- Αχ, ναι, μωρέ, την καημένη!
Άναψαν και κόρωσαν.
- Ε, παιδιά!
Λίγο πιο κει στέκονταν ένας νεαρός αμούστακος με μακρύ, ζεστό χιτώνα, όπως οι δικοί τους, και βαριές μπότες. Τους κοιτούσε μ’ ένα μισό, στραβό χαμόγελο, αδιόρατο, αλλά εκεί. Δεν τον ήξεραν, ούτε απ’ τα γύρω χωριά τον θυμόντουσαν.
- Ποιανού ‘σαι συ;
- Έχει σημασία; Χαμογελούσε πλατιά.
- Ε, όχι!
- Από πού ήρθες;
Έδειξε κατά πάνω τον λόφο.
- Έχεις πρόβατα; Γίδια;
- Που να τα σκυλιά σου;
- Σιγά –σιγά, θα σας εξηγήσω.
Η φωνή του ήταν βραχνή και τραχιά σαν την δίκη τους και ηρέμησαν κάπως. Με τέτοια προφορά από δω γύρω θα ‘ταν, δεν μπορεί. Τον κοιτούσαν και τους κοιτούσε, ενώ τα σκυλιά έπαιζαν στα πόδια του, χοροπηδώντας. Έσκυψε να τα χαϊδέψει, ενώ με το ένα χέρι έδειξε αφηρημένα ανατολικά.
- Το βλέπετε αυτό;
Γύρισαν να δουν έναν ουρανό καθάριο κι ένα άστρο να τρεμοσβήνει λίγο πιο κει απ’ τον λόφο. Κούνησαν τα κέφια τους αμίλητοι. Ο νεαρός είχε κάτσει στα γόνατα και χάιδευε τα σκυλιά.
- Είναι ένα νέο άστρο, τους είπε αμέριμνα.
- Τι νέο άστρο, βρε άνθρωπε;
- Τώρα πρωτοεμφανίστηκε στον ουρανό.
Τι έλεγε αυτός; Τι νέο άστρο μέσα στα μιλιούνια; Που το ‘ξερε;
- Ρε, είναι βλαμμένο αυτό, είπε ένας, χασκογελώντας.
- Είναι νέο άστρο, μην φοβηθείτε, επέμενε ο νεαρός, με χαμηλή φωνή.
- Τι να φοβηθούμε ρε;
- Εσένα, μήπως, μικρέ;
- Τα ‘χεις λίγο μπλεγμένα;
- Λίγο χαμένα;
- Θα λεγα ανακατεμένα;
Αλλά πάνω τους τα άστρο φάνηκε να μεγαλώνει ή ήταν το φως που δυνάμωνε, σε σημείο που τους τύφλωσε και ύψωσαν τις παλάμες τους να προστατέψουν τα μάτια τους.
- Είναι το καινούργιο άστρο των ουρανών, είπε ο νεαρός και σηκώθηκε. Δείτε το και ακολουθήστε το.
Κρατούσε ένα κουτάβι στην αγκαλιά του. Έσκασαν στα γέλια.
- Ρε, τι λέει αυτός;
- Άσε κάτω το σκυλί ρε φιλέ!
- Μας δουλεύεις, νυχτιάτικα!
- Ακολουθήστε το! Ως τον αχυρώνα, πίσω από τον λόφο!
- Τι λες ρε φίλε;
- Θ ακολουθούμε άστρα, τώρα; Τι είμαστε;
- Πειραγμένοι;
- Και ξεκίνησαν όλοι μαζί καταπάνω του, κραδαίνοντας τα κλαριά που ετοίμαζαν πριν για τις δάδες.
- Ποιος είσαι φίλε;
- Που πας;
- Από πού έρχεσαι;
- Για πιο πράγμα μας μιλάς;
- Είσαι τρελός;
- Αλλοπαρμένος;
- Και που τραβάς;
- Σα να ‘σαι λίγο βαρεμένος…
- Μπερδεμένος…
- Το ‘χεις χάσει, εντελώς…
- Ή πας για μπελάδες γυρεύοντας;
- Καλό θα’ ταν, μικρέ, να την κάνεις, τρέχοντας.
- Όσο, ακόμη, είναι ώρα…
- Δηλαδή, θα λέγαμε… να, τώρα!
Το πλήθος τους έδινε θάρρος και προχώρησαν πιο κοντά αλλά τα σκυλιά δεν ακολούθησαν.
- Δω, είναι τα δικά μας τα λημέρια!
- Πρόσεχε, ξένε, μην πιαστούμε στα χέρια!
- Είναι δικά μας βοσκοτόπια εδώ!
- Τώρα και καιρό.
- Τα ρυάκια όπου τα ζώα μας ποτίζουμε!
- Συ ‘σαι ξένος! Δεν σε γνωρίζουμε!
- Είναι δικά μας τα δάση και τα βουνά!
- Δικός μας κι ο αέρας που περνά!
Ο νεαρός δεν μίλησε κι έκαναν άλλο ένα βήμα μπροστά:
- Μια στιγμή, τον ξέρω αυτόν, παιδιά!
- Μα κι εγώ, σ’ έχω ξαναδεί!
- Κι εγώ, κει, τότε, δίπλα στην πηγή!
- Ναι, ένα πρωινό!
- Κι εκείνο το βράδυ!
- Προχθές τη νύχτα, στο χωριό!
- Ναι, κι εγώ, στη δεύτερη στροφή!
- Τι έκανες εκεί;
- Είχε έρθει για κλοπή! Σίγουρα!
- Κοίταξ’ τον πως δε μιλάει!
- Μας κοιτάει, βουβός!
- Άρα είν’ ένοχος!
- Τράβα, φίλε, από όπου ήρθες, διότι θα γίνει εδώ χαμός! Είμαστε πολλοί!
- Συ ‘σαι ένας, μοναχός!
Τα σκυλιά γύρισαν σύσσωμα και του γρύλισαν κι ο νεαρός άφησε, απαλά, το κουταβάκι κάτω και στράφηκε να τους αντικρίσει:
- Αρκετά πια!
Και σταμάτησαν σχεδόν παγωμένοι, τα πόδια τους βαριά, ασήκωτα, κολλημένα στη γη.
- Αρκετά! Γιατί δεν καταλαβαίνετε;
Το άστρο έλαμψε πάνω του λευκό.
- Χειρότεροι απ τους λύκους είστε όλοι,
τα ζώα έτσι δεν ορμούν,
μεταξύ τους να φαγωθούν!
Γιατί γυρεύετε καυγάδες;
Δεν σας φτάνουν οι δικοί σας οι μπελάδες;
Η κούραση και η δουλειά,
τα σπίτια, οι γυναίκες σας και τα παιδιά;
Ο πόνος και ο μόχθος σας δεν είναι αρκετά;
Πόσοι από σας είστε αγνοί; Πόσοι σεμνοί;
Πόσοι απλοί;
Ποιος δεν είναι τρωτός;
Προς τι το θράσος κι ο θυμός,
εδώ σ αυτό το δάσος που δεν ‘ναι δικός σας, μόνο, τόπος;
Γυρίζει ο χρόνος σα τροχός,
κι ο τρόπος σας, ο λόγος σας, ίσως δεν το γνωρίζετε,
μπορεί να είναι κι ο στερνός!
Δεν ήταν φωνή νεαρού αυτή που αντηχούσε, ήταν μια βουή που έρχονταν από παντού, και κτυπούσε τα στήθη τους, στα γόνατα τους, στα πλευρά και στις πλάτες τους, αφήνοντας τους ξέπνοους.
- Ξένος είμαι για σας! Αλλά και, πάλι, δεν σας περισσεύει λίγο νερό, λίγη τροφή;
Έσκυψαν τα κεφάλια τους από ντροπή.
- Πάρτε τα κοπάδια σας και πηγαίνετε,
πέρα απ’ την πεδιάδα,
τον λόφο θ’ ανέβητε κι όταν κατέβητε,
τότε τον αχυρώνα θα δείτε,
κι άλλους εκεί μαζεμένους, πολλούς,
μεγάλους και μικρούς
μάγους τρανούς,
κι ένα παιδί μικρό που κοιμάται κι αυτό.
Έσκυψε ο νεαρός να πάρει το κουτάβι στην αγκαλιά του που κλαψούριζε στα πόδια του και το χάιδεψε να ηρεμήσει, ενώ τα σκυλιά είχαν ξαπλώσει στα πόδια του.
- Τα ζώα σας ακούν και βλέπουν περισσότερο από σας. Πάρτε τα μαζί σας και πηγαίνετε.
Τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι.
- Τι περιμένετε;
Σήμερα είναι η μέρα και η νύχτα,
τώρα είναι η ώρα!
Πηγαίνετε!
Ο νεαρός χαμογέλασε κι η φωνή του έγινε πιο γλυκιά:
Πηγαίνετε παιδιά διότι σήμερα είναι γιορτή!
Ο ουρανός στάζει χιόνι και δάκρυ χρυσαφί,
θα είναι μια υπέροχη ανατροπή!
Γύρισε να φύγει ενώ το κουτάβι, χωμένο βαθιά στην αγκαλιά του, είχε αποκοιμηθεί.
Στραβοκοιτάχτηκαν έναν γύρο και, στραβά-κουτσά, ξεκίνησαν να ανέβουν τον λόφο κάτω απ’ τα άστρο που φώτιζε τα βήματα τους.
Κάπου πιο μακριά άκουσαν μια μελωδία κι ένα τραγούδι τόσο γλυκό που άρχισαν να τρέχουν, σκορπίζοντας το χιόνι γύρω τους και, σχεδόν, χορεύοντας ροβόλησαν όλοι μαζί τον λόφο, προς τον αχυρώνα.