Η μαγική εποχή των Χριστουγέννων έχει εμπνεύσει πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης να δημιουργήσουν αξεπέραστα και διαχρονικά έργα, …
Μια αλλιώτικη χριστουγεννιάτικη ιστορία -Μέρος Α
Αυτή δεν είναι απλά μια άλλη ιστορία, είναι μια άλλη χριστουγεννιάτικη ιστορία. Είναι η ιστορία των βοσκών που τα αφήσαν όλα πίσω τους και έγιναν οι πρώτοι που προσκύνησαν τον υιό του Θεού, ένα χιονισμένο βράδυ.
Βράδυ πυκνό, βαρύ και βαθύ, σαν άβυσσος, κι ένας κατάμαυρος ουρανός σιωπηρός, με σύννεφα που έπνιγαν τα άστρα και κάθε θόρυβο. Κι ο αέρας να μανιάζει, να στριφογυρνάει, σα μύρια φίδια που σφυρίζουν μέσα σε ψηλά χορτάρια, τρίζοντας, ξετινάζοντας τα κλαριά των δέντρων από πάνω, ξεριζώνοντας φύλλα, στέλνοντάς τα να κάνουν κύκλους, σαν δαίμονες πάνω απ’ τις δύο μικρές φωτιές που είχαν ανάψει δίπλα-δίπλα για να ζεσταθούν, ενώ οι φλόγες χόρευαν λυσσαλέες, κροταλίζοντας μες τα ξύλα, φτύνοντας σπίθες στα ξερόκλαδα τριγύρω, μην αφήνοντας τους να κοιμηθούν.
Ούρλιαζε γύρω ο αέρας, έμοιαζε να θέλει να τους σηκώσει κι αυτούς και τα πρόβατα και τα γίδια που ‘χαν λουφάξει και, μονάχα, τα σκυλιά αλυχτούσαν μανιασμένα προς τον ουρανό είτε από φόβο, είτε από πείνα, με τις τρίχες ορθωμένες στις ράχες τους, τα δόντια τους να στάζουν σάλια, οι ανάσες τους καυτές, γεμάτες αίμα.
Μάταια τα χάιδευαν, μάταια τους μιλούσαν να τα ηρεμήσουν. Κανένας δεν κατάφερνε να κοιμηθεί και κάθονταν όλοι ένα γύρω κοντά στις φωτιές, πίνοντας γουλιά- γουλιά απ’ τις κούπες τους, σφίγγοντας τις κάπες γύρω τους, τα μάτια τους να τρέχουν δάκρυα απ’ το μαστίγωμα του αέρα. Μιλούσαν μεταξύ τους, χωρατά για να περάσει η νύχτα. Και, κατά καιρούς, πέταγαν κανένα κόκκαλο στα σκυλιά ή καμιά κλωτσιά, όταν παραπλησίαζαν.
- Σταμάτα να τα ταΐζεις, είπε κάποιος.
- Κόκκαλα είναι ρε συ…
- Τουλάχιστον, όταν μασουλάνε δεν γαυγίζουν, είπε κάποιος άλλος, πετώντας τους άλλο ένα, που πέρασε ξυστά απ’ το κεφάλι του πρώτου που έγινε έξαλλος.
- Ρε συ! Τι’ ναι το κεφάλι μου;
- Κούτσουρο! Είπαν δυο-τρεις.
…και τα κόκκαλα εκτοξεύτηκαν βροχή κατά πάνω του και τα σκυλιά όρμησαν όλα μαζί και μπερδεύτηκαν στα πόδια τους και το αστείο γύρισε σε βρισίδι κι ένα χάος, καθώς φοβήθηκαν τα πρόβατα και ξεσηκώθηκαν, βελάζοντας, έτοιμα να τρέξουν, και ξέχασαν τα σκυλιά και βάλθηκαν να κρατήσουν τα πρόβατα, φωνάζοντας ο ένας στον άλλον, με τον αέρα να μανιάζει και να σκορπίζει τις φωνές τους στο σκοτάδι και μες τα κλαριά που σείονταν πάνω τους και τα ψηλά χορτάρια που σφύριζαν κι έτρεμαν σα σκούρα κύματα και τη βουή του ανέμου, μες απ’ τα βουνά γύρω, λες κι ήταν θεριό αχόρταγο, το άνοιγμα στην κοιλάδα, σαν στόμα ανοικτό που θα τους καταβρόχθιζε…
Ήταν συνηθισμένοι στις κακοκαιρίες αλλά τούτη, σήμερα, ήταν άλλο πράγμα, λες και ξεχερσώνονταν η φύση όλη και τώρα, στον αέρα άρχιζαν να στροβιλίζονται νιφάδες χιονιού που άστραφταν πριν πέσουν στις φλόγες, σα μάτια χρυσά που πετάριζαν. Το χιόνι, αυτό το σχεδόν άυλο, που γλιστρά ήρεμα από το πουθενά, θέλγει τον άνθρωπο, ίσως με την σιωπή του ή το χρώμα του, και έμειναν για μια στιγμή με τα πρόσωπα στραμμένα στον ουρανό χωρίς να μιλάνε. Έως και τα σκυλιά λούφαξαν.
Ο αέρας έπεσε. Ξαφνικά, γύρω τους απλώθηκε μια εκκωφαντική σιωπή. Μόνο η ανάσα της πεδιάδας ακούγονταν, αυτή η ανάσα της γης και του σύμπαντος, η σιγή του όλου, καθώς περιστρέφεται μέσα στο χάος.
- Να δεις που θα το στρώσει!
- Τι να δω; Το βλέπω!
Ακόμη και μες το σκοτάδι, η γη άρχισε να φεγγίζει, δω και κει, αχνή και ημίλευκη, καθώς το χιόνι κατακάθονταν ήρεμα πάνω στα χορτάρια, σκεπάζοντας τα, αργά, και πνίγοντας τους θορύβους των δέντρων. Σε λίγο τα κλαριά θα λύγιζαν απ’ το βάρος και τα ζώα θα φυλακίζονταν, μες το χιόνι, ανήμπορα να κινηθούν.
– Αυτό μας έλλειπε!
– Οι λύκοι! Είπε κάποιος.
– Έχουμε τη φωτιά…
– Α ναι, αυτό μας έσωσε την προηγούμενη φορά! Τι να σου πω…
Η πίκρα ήταν διάχυτη και είδαν πάλι τους λύκους να ορμούν, το χιόνι να βάφεται κόκκινο, στο φως από τις δάδες που κρατούσαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Είχαν καταφέρει να κάψουν κάνα δυο, αλλά είχαν χάσει πρόβατα και γίδια και με μειωμένο εισόδημα είχαν πεινάσει τα παιδιά και οι γυναίκες τους μέσα στα μικρά, πέτρινα σπίτια. Κοίταξαν γύρω τους, ο φόβος στυφός στα στόματα τους κι άρχισαν να ετοιμάζουν τις δάδες μουρμουρίζοντας, οι ανάσες τους, σα σύννεφα καπνού, μες το αχνό φως. Πάνω τους ο ουρανός άστραψε λευκός, σαν να πέρασε μια λουρίδα φωτός.
- Σεισμός!
Και πάλι σκοτάδι, αλλά όχι όπως πριν διότι είχε ξεμυτίσει ένα χλωμό φεγγάρι.
- Θα σταματήσει το χιόνι!
- Λες;
- Διαλύθηκαν τα σύννεφα!
- Οι λύκοι δεν διαλύονται, όμως…
- Αμάν βρε αδελφέ μου, με την καλή κουβέντα…
- Εσένα ποιος σου μίλησε ρε φίλε; Ε;
- Ότι θέλω θα λέω, δεν μας παρατάς…
Δεν ήθελαν και πολύ. Ήταν εξαντλημένοι και παγωμένοι κι η πεινά αυξάνει τον φόβο που αυξάνει τον θυμό. Στάθηκαν αντιμέτωποι, τα μαχαιριά στις ζώνες.
- Έλα, παιδιά, δεν ‘ναι ώρα τώρα…
- Σκασμός!
- Για πρόσεχε πως μιλάς!
Έκανε κι αυτός ένα βήμα μπροστά κι οι δύο αντίπαλοι τώρα γίναν τρεις και πλησίασαν κι άλλοι σε έναν ακανόνιστο κύκλο.
- Τι έγινε ρε παιδιά;
Ο ουρανός άστραψε πάνω τους και πάγωσαν στη θέση τους.
- Τι διάλο ήταν αυτό;
Κοίταξαν γύρω, στον λόφο πάνω απ’ την πεδιάδα. Μόνο τα σκυλιά γρύλιζαν.
- Αστραπή;
- Τι αστραπή βρε ζώον! Αφού χιονίζει!
Η ανακούφισή τους έσμιξε κι έβαλαν τα γέλια κι ο ουρανός άστραψε πάλι, στιγμιαία.
- Γαμώτο!
- Κοίτα κει! Κοιτάτε το πως πέφτει!
Κοίταξαν κι είδαν ένα άστρο να κουτρουβαλάει στο σκοτάδι κατάλευκο, η ουρά του σαν κόψη ξυραφιού στο ουρανό που άνοιγε στα δύο. Μια πληγή γεμάτη φως που απλώνονταν παντού. Έμειναν αποσβολωμένοι, ο καυγάς ξεχασμένος ενώ ο τρόμος άρχισε να σείει τα γόνατα τους.
- Τι διάλο!
- Αδελφέ!
- Αμάν!
Και πιάστηκαν απ’ τα χέρια, απ’ τους ώμους, η αίσθηση του άλλου, το άγγιγμα, έδινε σιγουριά και τα σκυλιά άρχισαν να κλαψουρίζουν, ανάμεσα απ’ τα πόδια τους, με τις ουρές κάτω απ’ τα σκέλια τους.
Κι ο ουρανός έκλεισε πάλι και το σκοτάδι τους κατέλαβε κι η γη σείστηκε κάτω τους και κρατήθηκαν ο ένας απ’ τον άλλον για να μη πέσουν κι έμειναν αμίλητοι, βουβοί, μες τη νύχτα. Μόνο τα σκυλιά γρύλισαν, αλλά πιο σιγά, πιο μουλωχτά και ξέφυγαν απ’ τα πόδια τους και προχώρησαν μπροστά, με τα κεφάλια χαμηλωμένα ρουθουνίζοντας, όπως όταν δεν φοβόνταν.
Κι από κάπου άκουσαν ένα σφύριγμα. Αμυδρά και μετά πάλι μετά από λίγο. Ένα σφύριγμα που έμοιαζε με το δικό τους όταν σφύριζαν στα σκυλιά ή ο ένας στον άλλον ή κάποιο ντόπιο τραγουδάκι, αλλά πιο μελωδικό, οι νότες πιο καθάριες, πιο στρωτές, ο ήχος πιο βαθύς. Και το άκουσαν πάλι, λίγο πιο κοντά τους.
- Ρε συ… ποιος είναι, μες το βράδυ τώρα;
- Και ποιος τέτοια ώρα;
- Θα ξώμεινε, λες, κανένας;
- Ναι, αλλά είναι, όντως ένας; Η είναι πολλοί;
- Μήπως εχθροί…
- Κλέφτες…
- Λωποδύτες…
- Άθεοι κι αγιογδύτες;
- Ο τόπος ειν’ γιόματος πια…
- Βρίθουν από δαύτους λαγκάδια και βουνά….
- Τραβάτε, να τον βρούμε!
Το σφύριγμα πάλι και μια φωνή:
- Εδώ είμαι.
Διαβάστε τη συνέχεια της ιστορίας στο ΜΕΡΟΣ Β.