Κάτι παραπάνω από έκδηλος μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή ειδικά την εποχή ο φόβος στην Ελλάδα, με τους χιλιάδες πρόσφυγες και …
Προκαταλήψεις – Στερεότυπα – Ρατσισμός: Πεποιθήσεις και συμπεριφορές που δυναμιτίζουν την κοινωνική αρμονία
Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι σε μεγάλο βαθμό πολυπολιτισμικές. Άνθρωποι από διαφορετικές κουλτούρες έρχονται κοντά, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις δυσκολεύονται να συνυπάρξουν αρμονικά. Για αυτό ευθύνονται συνήθως οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα, που οδηγούν σε ρατσιστικές συμπεριφορές.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. ο σοφιστής Αντιφώντας διατύπωσε μια τολμηρή για την εποχή του άποψη, σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και έχουν τα ίδια δικαιώματα από τη φύση, αφού τους προίκισε με τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά. Πράγματι, οι άνθρωποι μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους· όμως αυτό που τραβάει περισσότερο την προσοχή δεν είναι οι ομοιότητες αλλά οι διαφορές, η αδυναμία διαχείρισης των οποίων δημιουργεί τριβές και συγκρούσεις μεταξύ ατόμων και κοινωνιών.
Προκαταλήψεις
Η προκατάληψη είναι η αρνητική στάση απέναντι στα μέλη μιας ομάδας, η οποία βασίζεται αποκλειστικά στη συμμετοχή τους στην ομάδα αυτή. Η προσωπικότητα, τα χαρακτηριστικά, η συμπεριφορά του ατόμου δεν έχουν καμία σημασία· επαρκή «απόδειξη» αποτελεί το γεγονός ότι το άτομο ανήκει στη συγκεκριμένη ομάδα. Πρόκειται για ακλόνητες πεποιθήσεις που, ωστόσο, δεν στηρίζονται σε λογικά επιχειρήματα και επιστημονικές αποδείξεις. Η συνεχής επανάληψή τους δημιουργεί τα στερεότυπα, τα οποία δύσκολα εγκαταλείπονται.
Οι προκαταλήψεις είναι συχνά πεποιθήσεις βαθιά ριζωμένες από την παιδική ηλικία, κάτω από την επίδραση του οικογενειακού και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Το άτομο είναι φορέας τους πολλές φορές ασυνείδητα, καθώς έχουν εντυπωθεί μέσα του τόσο πρώιμα στη διάρκεια της ζωής του, που αδυνατεί να προσδιορίσει από πού πραγματικά προέρχονται και πώς σχηματίστηκαν αρχικά. Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες, που αποτελούν ήπιας μορφής προκαταλήψεις, αποτελούν εύγλωττα παραδείγματα του πώς μια πεποίθηση χωρίς λογική βάση είναι δυνατό να είναι τόσο ισχυρή, ώστε να επιβιώνει από γενιά σε γενιά σε πείσμα των επιστημονικών αποδείξεων. Οι πεποιθήσεις αυτές είναι, μάλιστα, τόσο ανθεκτικές, ώστε ούτε η αλλαγή θρησκείας και των συνακόλουθων συνηθειών δεν διαθέτει την απαιτούμενη ισχύ για να τις ξεριζώσει, με αποτέλεσμα να γίνονται τελικά ανεκτές με άλλο συμβολισμό και νόημα, ενώ στον πυρήνα τους παραμένουν αναλλοίωτες.
Στερεότυπα
Το στερεότυπο ορίζεται ως μια υπεργενικευμένη πεποίθηση σχετικά με μία κατηγορία ανθρώπων. Τα στερεότυπα είναι απόψεις απλουστευμένες και γενικευμένες, που θεωρείται δεδομένο ότι ισχύουν για κάθε μεμονωμένο άτομο που ανήκει σε μια ορισμένη κατηγορία, παραβλέποντας έτσι τις ατομικές διαφορές και τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπου. Φράσεις όπως «όλοι οι αλλοδαποί είναι εγκληματίες», «οι Έλληνες είναι τεμπέληδες» ή «οι άνδρες δεν κλαίνε» αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα στερεοτυπικών απόψεων, που δεν αφήνουν περιθώρια για εξαιρέσεις και βάζουν μια ταμπέλα σε όλα τα μέλη αυτών των ομάδων, μόνο και μόνο επειδή ανήκουν σε αυτές.
Κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του προσωπικές «θεωρίες» για τα χαρακτηριστικά διαφόρων ομάδων, εθνικών, θρησκευτικών, φυλετικών κ.ο.κ. Τα στερεότυπα αυτά δεν σχηματίζονται στη βάση επαρκών στοιχείων και αποδείξεων: Αρκεί μία μεμονωμένη προσωπική εμπειρία για να διαμορφώσει ένας άνθρωπος την προσωπική του άποψη για μια ολόκληρη ομάδα ατόμων. Πρόκειται, συνεπώς, για αυθαίρετα συμπεράσματα, που προκύπτουν λαμβάνοντας υπόψη το μέρος αντί του όλου.
Αξιοσημείωτο είναι ότι συνήθως τα στερεότυπα είναι αρνητικά. Το γεγονός αυτό υποκρύπτει την πεποίθηση του ατόμου για την ανωτερότητα τόσο του ιδίου όσο και της ομάδας στην οποία ανήκει έναντι του ατόμου και της ομάδας που κρίνει αρνητικά. Άλλοτε πάλι υποκρύπτει φθόνο για την αξία αυτού του ατόμου ή της ομάδας, αξία που είναι αποδεδειγμένη και αναμφισβήτητη. Για παράδειγμα, τους Εβραίους ακολουθεί στην ιστορική τους διαδρομή το στερεότυπο της φιλοχρηματίας και της τσιγκουνιάς λόγω της οικονομικής επιφάνειας πολλών μελών αυτής της εθνικής ομάδας. Οι στερεοτυπικές αυτές απόψεις διατυπώνονταν και διαδίδονταν από άτομα που φθονούσαν το εμπορικό δαιμόνιο και την εργατικότητα των Εβραίων και επιχειρούσαν να αποδώσουν τον πλούτο τους σε αρνητικά δήθεν χαρακτηριστικά της φυλής τους.
Τα στερεότυπα εγκλωβίζουν τη σκέψη του ανθρώπου σε απλοϊκές γενικεύσεις, στις οποίες βολεύεται και με τις οποίες νιώθει ασφαλής. Η ανακάλυψη από μέρους του ότι π.χ. ένας αλλοδαπός μπορεί να είναι άνθρωπος έντιμος και με αξίες συνιστά απειλή για την κοσμοθεωρία του, το οικοδόμημα της οποίας κλονίζεται συθέμελα. Ανοίγονται, λοιπόν, δυο δρόμοι: ή θα αποδεχθεί το λάθος του και θα εγκαταλείψει το στερεότυπο στο οποίο πίστευε ή θα αρνηθεί να το απορρίψει και θα επιμείνει στη δική του, αστήρικτη «αλήθεια». Η ελεύθερη σκέψη, χωρίς παρωπίδες και στεγανά, είναι δύσκολο άθλημα, διότι είναι πιθανό να φέρει το άτομο αντιμέτωπο με δυσάρεστες αλήθειες, που δεν θα είναι εύκολο να παραδεχτεί. «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία».
Οι στερεοτυπικές απόψεις παρεμποδίζουν την ακριβοδίκαιη αξιολόγηση των ανθρώπων με βάση τα πραγματικά χαρακτηριστικά και τις ικανότητές τους. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε παρερμηνείες, παρανοήσεις, αδικίες και εντάσεις, που υπονομεύουν την κοινωνική ειρήνη. Οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται με στερεοτυπικό τρόπο βιώνουν μια παράλογη κατάσταση με δύο κοινωνικές ταυτότητες: την πλαστή, που τους αποδίδουν οι άλλοι, χωρίς να τους γνωρίζουν προσωπικά, και την πραγματική, που γνωρίζουν και βιώνουν οι ίδιοι και όσοι τους ξέρουν καλά.
Όσο μεγαλύτερο είναι το χάσμα που χωρίζει αυτές τις δύο ταυτότητες, τόσο μεγαλύτερη καταπίεση υφίσταται το άτομο και τόσο πιο δύσκολη καθίσταται η ομαλή κοινωνική προσαρμογή του. Ο άνθρωπος που υφίσταται αυτήν την άδικη αντιμετώπιση συσσωρεύει οργή και κάποια στιγμή ξεσπάει, καταφεύγοντας σε συμπεριφορές που οι υποστηρικτές των στερεοτύπων εκλαμβάνουν ως δικαίωση και αξιοποιούν ως απόδειξη για την ορθότητα των πεποιθήσεών τους. Έτσι, τα στερεότυπα λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες, καθώς τελικά οδηγούν σε αυτό που υποτίθεται πως ίσχυε εξαρχής.
Ρατσισμὀς
Ρατσισμός είναι η αντίληψη ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι μεταξύ τους, αλλά διαχωρίζονται σε ανώτερους και κατώτερους βάσει διαφόρων κριτηρίων (φυλή/χρώμα δέρματος, εθνικότητα, θρησκεία, φύλο, σωματική υγεία/αρτιμέλεια, σεξουαλικό προσανατολισμό κ.λπ.) Το πιο συνηθισμένο είδος ρατσισμού, που έχει δώσει την αρχική σημασία στη λέξη (< ιταλ. razza = φυλή), είναι ο φυλετικός ρατσισμός, ο οποίος πρεσβεύει την ύπαρξη βιολογικών διαφορών ανάμεσα στις φυλές, βάσει των οποίων κατατάσσονται σε ανώτερες και κατώτερες.
Η ρατσιστική θεωρία υποστηρίζει ότι η φυλή με τα ανώτερα χαρακτηριστικά έχει το δικαίωμα ως υπερέχουσα να επιβάλλεται στις υπόλοιπες, τα μέλη των οποίων αντιμετωπίζονται ως «υπάνθρωποι». Βάσει των αντιλήψεων αυτών, ο ρατσισμός θεωρεί ζωτικής σημασίας την ανάγκη να διατηρηθεί η καθαρότητα της ανώτερης φυλής. Η επιστήμη έχει αποδείξει ότι όλες οι φυλές είναι ισότιμες και δεν υφίσταται ιεραρχία ως προς τη νοητική ικανότητα. Οι όποιες διαφορές οφείλονται στην προσαρμογή κάθε φυλής στις οικείες κλιματικές και περιβαλλοντικές συνθήκες.
Ο φυλετικός ρατσισμός, υπεύθυνος για αδιανόητα εγκλήματα σε βάρος φυλετικών ομάδων και λαών (Εβραίων, Ρομά, Αφρικανών κ.λπ.), δεν έχει πλέον την απήχηση που είχε στο παρελθόν. Άλλες όμως διακρίσεις, που αφορούν κυρίως την εθνικότητα, τη θρησκεία, το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό, εξακολουθούν να υφίστανται. Οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες βασίζουν την εύρυθμη λειτουργία τους στην αποδοχή και την ένταξη όλων των ανθρώπων χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Ωστόσο, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, η διαφορετικότητα εξακολουθεί να αποτελεί και θα αποτελεί πάντα ζήτημα για όσους δυσκολεύονται να συμφιλιωθούν με ό,τι δεν συμφωνεί με τη δική τους, «ιδανική», εικόνα.
Οι ρατσιστικές συμπεριφορές τροφοδοτούνται από τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα. Τα παιδιά που ανατρέφονται με τέτοιες αντιλήψεις και γίνονται μάρτυρες τέτοιων συμπεριφορών από μέλη της οικογένειάς τους, μιμούνται το παράδειγμά τους και υιοθετούν αντίστοιχες συμπεριφορές περιφρόνησης και απαξίωσης στο σχολείο. Όσα παιδιά πέφτουν θύματα ρατσιστικής βίας και εκφοβισμού λόγω εθνικότητας, θρησκείας ή αναπηρίας στιγματίζονται και περιθωριοποιούνται από τους συνομηλίκους τους, με συνέπεια να δυσχεραίνεται η ομαλή κοινωνικοποίησή τους.
Καίριος είναι εδώ ο ρόλος του σχολείου, που καλείται να λειτουργήσει διορθωτικά απέναντι στα λάθη της γονεϊκής ανατροφής, όσο δύσκολο και αν είναι αυτό. Ο σωστός δάσκαλος έχει χρέος, αν μη τι άλλο, να σπείρει στην ψυχή του παιδιού την αμφιβολία για το κατά πόσο οι άνθρωποι που «δεν μοιάζουν με εμάς» είναι σωστό να τίθενται στο περιθώριο και να το καθοδηγήσει να ανακαλύψει μόνο του την ομορφιά που κρύβεται στον «άλλον» ακριβώς επειδή είναι διαφορετικός.