Στέλιος Καζαντζίδης, η φωνή του η ψυχή ενός λαού
Η στιβαρή προσωπικότητα με τη κρυστάλλινη φωνή που κατέκλυζε σαν ορμητικό ποτάμι τα πάντα ήταν αυτή η πηγαία ψυχοσωματική οντότητα που άκουγε στο όνομα Στέλιος Καζαντζίδης. Είναι ο καλλιτέχνης που γεννιέται μια φορά στα χίλια χρόνια και που σε ηλικία 69 χρόνων ήταν σε θέση να προκαλέσει μέσα στο στούντιο, σε απόσταση ενός μέτρου από τον ίδιο, την ταλάντωση στο χαρτί που ήταν τοποθετημένο στο αναλόγιο μπροστά του. Είναι αυτό που είχε πει ο Μίκης Θεοδωράκης κάποτε για εκείνον: «Ο Καζαντζίδης έχει ήχους και φωνές αιώνων μέσα του… Όταν τραγουδάει, κάνει ελεύθερη πτώση στα 10.000 μέτρα. Όταν φτάσει στα 150 μέτρα, τότε ανοίγει τ’ αλεξίπτωτο.».
Η αυθεντική προσωπικότητα με την ολοκάθαρη ματιά αποτέλεσε το λαϊκό θρύλο του ελληνικού πενταγράμμου, με τον οποίο βρέθηκε σε πλήρη ταύτιση πλήθος κόσμου. Μέσα στη φωνή και τα τραγούδια του βρίσκεται η γη και η θάλασσα μαζί, όπου χορεύουν με πόδια γυμνά οι καημοί και τα βάσανα των ξεριζωμένων, των αδικημένων, των ερωτευμένων τινάζοντας τη στάχτη από τη φωτιά μιας ολάκερης ζωής. Λατρεύτηκε και λατρεύεται όσο κανείς, γιατί όσο κι αν μεγάλωσαν τα φτερά του, από το πλάι του κόσμου δεν έλειψε ποτέ.
«..κι αν χιονίζει και αν βρέχει, τ’αγριολούλουδο αντέχει..»
Ο Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 από γονείς πρόσφυγες σε μια συνοικία στη Νέα Ιωνία. Ο πατέρας του καταγόταν από τον Εύξεινο Πόντο και η μάνα του από την Τουρκία. Γνώρισε από μικρό παιδί τη φτώχεια, θεωρώντας πολυτέλεια τα δύο μεροκάματα την εβδομάδα και ανυπομονώντας να έρθει η Κυριακή, για να φάνε ψωμί με ζάχαρη. Έζησε τις κακουχίες της κατοχής και μιας χώρας που κουβαλούσε το απόστημα της δεξιόστροφης εξουσίας που αντιμαχόταν σφοδρά το αριστερό αντάρτικο. Ένα από τα θύματα αυτής της εξουσίας υπήρξε και ο πατέρας του, τον οποίο ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου.
Σχολείο πήγε έως τη Γ’ Δημοτικού. Δούλεψε από μικρός σε διάφορες δουλειές όπως σε καφενείο. Κάποια περίοδο πουλούσε τσιγάρα, καθώς και νερό με στάμνα στη λαχαναγορά ενώ κουβαλούσε και βαλίτσες. Τα τραγούδια που γύριζαν σαν μέλισσες στ’ αυτιά του ήταν τα προσφυγικά της Σμύρνης μέχρι τα ρεμπέτικα και τα δημοτικά. Η γιαγιά του μάλιστα ήταν αυτή που του έμαθε το κλάμα και το λυγμό, καθώς υπήρξε μία από τις μεγάλες μοιρολογίστρες στην Τουρκίας, που την καλούσαν μάλιστα σε κηδείες μεγάλων προσωπικοτήτων. Από την εφηβεία και έπειτα, αρχίζει να καταλαβαίνειτη φωνή του έχοντας ως πρότυπο τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. Ο πρώτος που τον ανακαλύπτει ακούγοντάς τον τυχαία είναι ο Στέλιος Χρυσίνης, ένας τυφλός συνθέτης. Με τη βοήθεια της τύχης ξεκινάει να τραγουδάει σε κάποια ταβέρνα και το πρώτο τραγούδι που κάνει είναι μαζί με τον Απόστολο Καλδάρα, χωρίς όμως να γνωρίσει ιδιαίτερη επιτυχία. Παρ’ όλα αυτά ήταν η αρχή για τη συνέχεια μια λαμπρής πορείας. Ο ίδιος ο Καζαντζίδης έχει πει πώς, αν δεν ήταν ο Καλδάρας, δεν θα είχε την ίδια τύχη στο τραγούδι.
Στα χνάρια της μουσικής
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο μεγάλος συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου είναι αυτός με τον οποίο έκανε το τραγούδι «Βαλίτσες» σε στίχους του Κώστα Μάνεση. Το τραγούδι γνώρισε μέγαλη αποδοχή από τον κόσμο και ήταν η ουσιαστική αναγνωριστική αρχή της μεγάλης γνωριμίας του Καζαντζίδη με τον κόσμο που έμελλε να εξελιχθεί σε μια τεράστια λατρεία. Το 1954 γνωρίζει το Μανώλη Χιώτη και την επόμενη χρονιά πραγματοποιεί το ολοκληρωμένο δισκογραφικό του ντεμπούτο παρέα με την Καίτη Γκρέυ, με την οποία υπήρξαν και ζευγάρι. Ο Χιώτης με νεωτερισμούς και ιδιαίτερες τεχνικές που αναδεικνύουν το εύρος της φωνής του, διαμορφώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο ερμηνείας του και τον βοηθά να βρει το προσωπικό του ύφος.
Γνωρίζει τη Μαρινέλλα και βιώνει μια άκρως δημιουργική και παραγωγική περίοδο σε μια υπέροχη συνεργασία 10 χρόνων, όπου οι δυο τους εκτός από συνεργάτες είναι και ζευγάρι. Το 1966 ενώνονται με τα δεσμά του γάμου. Σύντομα, όμως χωρίζουν. Μέχρι το 1967 ο Καζαντζίδης βιώνει μια χρυσή εποχή γεμάτη από ξεχωριστές στιγμές, η οποία και ανατρέπεται άρδην με το χωρισμό του με τη Μαρινέλλα. Τα προβλήματα που αντιμετώπισε με τις διάφορες εταιρείες παραγωγής και κυρίως με την εταιρεία του Μάτσα τον κράτησαν δέσμιο σε παρεξηγημένους όρους συμβολαίων και τον ανάγκασαν να σωπάσει για πολλά χρόνια υποτασσόμενος στους εκάστοτε περιορισμούς. Του προσέφεραν αμύθητα ποσά για την παρούσια του σε νυχτερινά κέντρα καθώς και για εμφανίσεις στο εξωτερικό. Ο ίδιος, όμως απείχε αισθητά από τη νυχτερινή ζωή εξαιτίας του άχαρου τρόπου διασκέδασης που συχνά τον έκανε να νιώθει άβολα.
Μέχρι το 2000 ηχογράφησε γύρω στους 80 δίσκους και εκδόθηκαν και αρκετές συλλογές μετά το θάνατό του. Συνεργάστηκε με σπουδαίους συνθέτες, όπως οι Μητσάκης, Τσιτσάνης, Θεοδωράκης, Λοϊζος, Τάκης Σούκας, Δερβενιώτης, Άκης Πάνου, Νικολόπουλος και πολλοί ακόμα. Τραγούδησε τους στίχους εξαίρετων δημιουργών όπως οι Πυθαγόρας, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Σώτια Τσώτου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Κώστας Βίρβος και άλλοι εξίσου μεγάλοι.
Ένας άνθρωπος στη σφαίρα του μύθου
Η μαρμάρινη φιγούρα του Καζαντζίδη με το θλιμμένο βλέμμα στηλωμένο προς τη γη ήταν ο τόπος που κατοικούσε αυτή η μοναδική φωνή που μας προκαλούσε αυτόματη συγκίνηση. Ο τρόπος που απλωνόταν επάνω στα φωνήεντα γυρνώντας από τις ψηλές στις χαμηλές νότες δημιουργούσε ένα μοναδικής τεχνοτροπίας μουσικό υφαντό καμωμένο από τσαλκάτζες και σβήσιματα που θόλωναν το νου και πλάνευαν την καρδιά του ακροατή. Κάθε απόπειρα τραγουδιστική ήταν ένα παιχνίδι με προκαθορισμένο τέλος, όπου ο Καζαντζίδης πάντα κατέληγε να δαμάζει τις λέξεις δίνοντας πνοή ζωής εκεί που δεν υπήρχε. Τόση ήταν η δύναμή του.
Ο Μανώλης Ρασούλης τον είχε χαρακτηρίσει ως καταπληκτικό καλλιτεχνικό φαινόμενο που εκφράζει ένα ολόκληρο ρεύμα. Ο Άκης Πάνου είχε πει για εκείνον: «Αν μαζέψεις όλους τους τραγουδιστές και τους βάλεις σ’ ένα καζάνι, δεν κάνουν μισό Καζαντζίδη. Μεγάλες φίρμες υπάρχουν, μεγάλοι τραγουδιστές όχι.». Τραγούδησε στο μέγιστο βαθμό τα καθημερινά προβλήματα του Έλληνα, τα οποία βιώσε και ο ίδιος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αυτό τον έκανε να βγάζει λυγμό αληθινό και όχι επιτηδευμένο, γι’ αυτό δεν ψεύτισε ποτέ.
Σε αλλοτινές εποχές ο Καζαντζίδης πέρασε από γειτονιές που μοσχοβολούν βασιλικό και ασβέστη, πλησιάσε τη μάνα που της σκοτώσανε τον Αντώνη της, για να της προσφέρει τ’ αγριολούλουδο. Πήγε παρακάτω φορώντας τ’ άσπρο του πουκάμισο, για να συναντήσει τα μαύρα μάτια που αγαπά, να της κλείσει το στόμα με χίλια φιλιά και να πάνε στην ευχή τα παλιά. Ανέβηκε στο πλοίο της καρδιάς του μέσα στο βαθύ πέλαγος και εκεί με θολωμένο το μυαλό ανέβηκε στην πλώρη και ακουμπήσε στην πρύμνη τη ψυχή του. Μα το δικό της αμάρτημα τον έκανε να φύγει με πίκρα στα ξένα τραγουδώντας στο δρόμο «…όσο η καρδιά κι αν λαχταρά δεν θα ξαναγαπήσω..».
Μια λαϊκή ψυχή
Ο ντόμπρος χαρακτήρας με την ευαίσθητη καρδιά δεν θα μπορούσε να υπολείπεται καλλιτεχνικής έμπνευσης που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία γνήσιων τραγουδιών που συντάσσονται απόλυτα με το λαϊκό παλμό. Έγραψε μουσική και στίχους σε κάμποσα άσματα που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία με επικρατέστερα τα «Αυτή η νύχτα μένει», «Εγώ με την αξία μου», «Ζιγκουάλα», «Κι αν γελάω είναι ψέμα», «Μια παλιά ιστορία», «Σήκω χόρεψε κουκλί μου» και αρκετά ακόμα.Στην προσωπική του διαδρομή μετά το χωρισμό του με τη Μαρινέλλα, παντρεύτηκε ακόμα μία φορά το 1982 με τη Βάσω Κολοβού, με την οποία και έζησε ως το τέλος της ζωής του. Ζούσε πολύ απλά σ’ ένα σπίτι στην Άνω Πεύκη, το οποίο ήταν τόσο λιτό που δεν θύμιζε καθόλου το σπίτι κάποιου μεγάλου καλλιτέχνη. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στο πλαίσιο κάποιας συνέντευξης που του είχε πάρει, είχε γράψει: «..ένα κοινότατο διαμέρισμα που θα μπορούσε να ανήκει όχι στο μεγαλύτερο Έλληνα τραγουδιστή αλλά σ΄έναν οποιοδήποτε μικροαστό που λογαριάζει «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι»».
Καμιά στιγμή δεν διαφοροποιήθηκε από τον υπόλοιπο κόσμο, φρόντισε πάντα να ζει με το λαό και σαν το λαό. Του άρεσε να πηγαίνει στο εξοχικό του στον Άγιο Κωνσταντίνο, την ημέρα να ψαρεύει και το βράδυ να τα πίνει στα ταβερνάκια παρέα με τους φίλους του ενώ τους τραγουδούσε παίζοντας την κιθάρα του. Πέρασε ο ίδιος πολλές δυσκολίες και πίκρες, στάθηκε στο χαμηλότερο σκαλοπάτι πλάι στον φτωχό διαβάτη, στον μετανάστη που φεύγει, στον αγωνιστή που παλεύει να βγάλει την ανηφόρα της ζωής. Είχε πολλές ευκαιρίες να κερδίσει πολλά χρήματα και δεν το έκανε. Προτίμησε να ζει κοντά στο λαό. Γι’ αυτό ακριβώς και στη συνείδηση του κόσμου ανέβηκε στην κορυφή ξεπερνώντας κάθε άλλη καλλιτεχνική παρουσία.
Όταν έσβησε το αστέρι του
Ήταν ένας άνθρωπος ήσυχος χωρίς καμία διάθεση για προστριβές, όμως δεν έκανε πίσω ποτέ στην αντιπαράθεσή του με τις διάφορες εταιρείες. Είναι από τους ελάχιστους, ίσως και ο μόνος ερμηνευτής που πήγε τόσο αντίθετα με το ρεύμα του μουσικού κυκλώματος. Απολύτος αντισυστημικός, έλειψε πολλά χρόνια από τα στούντιο ηχογραφήσεων, κάνοντας όμως συνειδητή επιλογή και παραμένοντας πιστός στο ακέραιο σε αυτήν. Ο Ζαμπέτας είχε πει για εκείνον: «Όλοι οι τραγουδιστές οφείλουν να κάνουν ένα εικόνισμα στον Στέλιο και να προσεύχονται στ΄όνομά του, διότι αυτός καθάρισε για όλους. Μεγάλη σημαία ο Καζαντζίδης.».
Το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε και αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα του ήταν «Έρχονται χρόνια δύσκολα». Για κάποια χρόνια πάλεψε σθεναρά τον καρκίνο. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2001 η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά και η φωνή του έσβησε για πάντα. Από όσα τραγούδια πέρασαν από τα χείλη του, αυτό που τον εξέφρασε περισσότερο ήταν «Η ζωή μου όλη», όπου παρομοιάζεται η ματαιότητα της ζωής με το άναμμα ενός τσιγάρου που καταλήγει στη γόπα και προσφέρεται στο χάρο στη προσπάθεια να ξορκίσουμε το βέβαιο για όλους μας θάνατο.
Ο Καζαντζίδης γέμισε το ελληνικό τραγούδι με 50 χρόνια από αξεπέραστες ερμηνείες μυρώνοντας τον πόνο και εξυμνώντας το μεγαλείο της δύναμης του ανθρώπου. Αποτέλεσε την κορωνίδα της μεγάλης λαϊκής καλλιτεχνικής οικογένειας. Το κενό του είναι δυσαναπλήρωτο και αδιαμφισβήτητα αναντικατάστατο. Μπήκε από τη μία πόρτα της ζωής, σεργιάνισε ένα πρωινό και ως που να ‘ρθει το δειλινό από την άλλη βγήκε. Πήγε στα περιβόλια του ουρανού, να βρει τα μακαντάσια του, να βγει στις ακροθαλασσιές και να ξανοιχτεί στο πέλαγος μέσα στη βάρκα του…